- κελευθήτης
- κελευθ-ήτης, ου, ὁ,A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελευθήτης — κελευθήτης, ὁ (Α) ο οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. ήτης (πρβλ. αυλ ήτης, σκην ήτης)] … Dictionary of Greek
κελευθήτῃσι — κελευθήτης wayfarer masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευθήτῃσιν — κελευθήτης wayfarer masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek